- κυριαρχικός
- -ή, -ό (AM κυριαρχικός, -ή, -όν) [κυριαρχία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυριαρχία ή στον κυρίαρχο («κυριαρχικά δικαιώματα» — τα δικαιώματα κράτους που απορρέουν από την κυριαρχία του). Επιρρ. κυριαρχικώς και -άμε δικαίωμα κυριαρχίας.
Dictionary of Greek. 2013.